ξεσπίτωμα

ξεσπίτωμα
το выселение, лишение крова, выживание из дому; изгнание из родных мест

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεσπίτωμα" в других словарях:

  • ξεσπίτωμα — το [ξεσπιτώνω] εκδίωξη από το σπίτι, στέρηση κατοικίας …   Dictionary of Greek

  • ξεσπίτωμα — το, ατος αναγκαστική φυγή από το σπίτι, έξωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξερίζωμα — το [ξεριζώνω] 1. βίαιο τράβηγμα, βγάλσιμο φυτού ή δέντρου από το χώμα με τις ρίζες του, εκρίζωση 2. μτφ. ολοκληρωτική καταστροφή, αφανισμός, ξεκλήρισμα 3. μτφ. βίαιη και οριστική απομάκρυνση από το σπίτι ή από την πατρίδα, ξεσπίτωμα, εκπατρισμός… …   Dictionary of Greek

  • ξεστέγασμα — το [ξεστεγάζω] 1. η αφαίρεση τής στέγης 2. ξεσπίτωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»